- ὀφρύκνηστον
- ὀφρύκνηστον· ἐρυθριῶντα, οἱ γὰρ ἐρυθριῶντες κνῶνται τὰς ὀφρῦς, Hsch. (Cf. Lat.A homo fronte perfricta, one who has rubbed his brow so often that he can blush no more.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οφρύκνηστον — ὀφρύκνηοτον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐρυθριῶντα, οἱ γὰρ ἐρυθριῶντες κνῶνται τὰς ὀφρῡς». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύς + κνῶ «ξύνω»] … Dictionary of Greek
οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek